Προλογίζοντας αυτή την “Ιστορία της Λευκάδος”, που έχομε στα χέρια μας, νομίζω πώς πρέπει να πω λίγα πράγματα, για να κατατοπίσω τον αναγνώστη και να δικαιολογήσω το συγγραφέα.
Πίστευα και πιστεύω, πως αυτή η εργασία ήταν δουλειά άλλων: ειδικών Λευκαδίων και του παρόντος και του παρελθόντος, τους οποίους ας μην πούμε σοφούς και προσκρούσομε στη μετριοφροσύνη των νεωτέρων, ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκα, ότι μπορούσα να υποκαταστήσω. Την ανέλαβα όμως, γιατί είδα τους άλλους με σπουδαιότερα θέματα απασχολημένους, και τους παλιότερους, πως δεν ευκαίρησαν, και επειδή διαισθανόμουν πως ο μικρός τόπος της Λευκάδος πολύ την ήθελε αυτή την ιστορία και από κάποιον την περίμενε. Και σ’ αυτό δεν έκαμα λάθος, όπως έδειξε η προθυμία με την οποία ανταποκρίθηκαν πάμπολλοι Λευκαδίτες, αλλά και άλλοι, στην πρόσκληση της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών να ενισχύσουν τη βαρύτατη προσπάθειά της να εκδώση αυτό το βιβλίο.
Γράφηκε λοιπόν αυτή η ιστορία για να ικανοποιήση ένα αίτημα των πολλών Λευκαδίων – γι’ αυτούς είναι και η περισσολογία κάποτε – αλλά και κάποιων άλλων φιλομαθών δηλαδή ενός μάλλον ευρύτερου κοινού, και όχι για να κάμη σοφώτερους σοφούς ιστορικούς ή ειδικούς, που από τις ψηφίδες των έργων τους έγινε το πιο πολύ η δική της σύνθεση.
(απόσπασμα από τα προλογικά του βιβλίου)