Δωρεάν μεταφορικά από 45€
Αποστολή εντός 3 ημερών

Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Ο φίλος μου Δημήτριος Καπετανάκης»… Και άλλοι φίλοι του μιλούν για τον συγγραφέα

Αφιερώματα
Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Ο φίλος μου Δημήτριος Καπετανάκης»… Και άλλοι φίλοι του μιλούν για τον συγγραφέα

Η δίτομη έκδοση των απάντων του Δημητρίου Καπετανάκη (2020-2023) από την Εταιρεία Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού (ΕΚΕΠ) και το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) ολοκληρώθηκε, συμπληρωμένη κι από τον τόμο Δοκίμια και ποίηση μεταφρασμένα, που περιέχει τις ελληνικές μεταφράσεις των ξενόγλωσσων κειμένων του συγγραφέα, τα πρωτότυπα των οποίων περιέχονται στα Έργα του: στα Δημοσιευμένα, Πρώτος Τόμος (στο Βιβλίο Β΄) και στα Κατάλοιπα, Δεύτερος Τόμος (στα Βιβλία Α΄ και Β΄). Ο Δ. Καπετανάκης (Σμύρνη 1912-Λονδίνο 1944), μετά τον ξεριζωμό από τα πατρώα μικρασιατικά εδάφη, έζησε τον σύντομο βίο του (πέθανε 32 ετών) σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες: Ελλάδα (Αθήνα), Γερμανία (Χαϊδελβέργη), Αγγλία (Καίμπριτζ και Λονδίνο). Ο Δημήτριος Καπετανάκης, μεταφυσικός στοχαστής αλλά και άνθρωπος του κόσμου τούτου, κατεξοχήν γήινος, πάλεψε βαθιά με το αίνιγμα του έρωτα και της μαθητείας, και διακρίθηκε ως δεινός δάσκαλος για τον παιδαγωγικό του τρόπο να αφυπνίζει τον εσωτερικό δαίμονα των μαθητών του (και αναγνωστών του) οδηγώντας τους στο δρόμο της διαρκούς αναζήτησης. Όλοι όσοι τον γνώρισαν μιλούν για τον μοναδικό του τρόπο.

Το 1997 ο Ζήσιμος Λορεντζάτος δημοσιεύει το βιβλίο Διόσκουροι — 1. Γιώργος Σαραντάρης, 2. Δημήτριος Καπετανάκης (εκδ. Δόμος), δύο δοκίμια που αναδημοσιεύτηκαν το 2007 στον τρίτο τόμο των Μελετών του Λορεντζάτου. Εδώ, το δοκίμιο για τον πρώτο, τον Σαραντάρη, αριθμεί 323 σελ., ενώ αυτό για τον δεύτερο, τον Καπετανάκη, μόλις 23 σελ. Αλλά γιατί ο συγγραφέας τούς αποκαλεί Διόσκουρους; «Διός Κούροι», μας λέει, «και οι δυο τους στάθηκαν παιδιά του Θεού, και οι δυο τους πέρασαν το σύνορο του θανάτου έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά (Καρυωτάκης)»: στα τριάντα τρία του χρόνια ο Σαραντάρης, τριάντα δύο χρόνων ο Καπετανάκης. Άλλο κοινό τους σημείο που βλέπει ο Λορεντζάτος: το ότι «δεν ανήκουν στην επίσημα (ή ανεπίσημα) καθιερωμένη διανόηση», και το ότι «ζήτησαν μέσα στο σημερινό (αλλά και παντοτινό) αδιέξοδο να βρουν έναν τρόπο ζωής, γιατί δεν ήξεραν πώς να ζήσουν μέσα στον κόσμο». Δυο νεαροί λοιπόν Έλληνες ποιητές και διανοούμενοι της δεκαετίας του 1930, αφανείς, ανεπίσημοι, άγνωστοι, αλλά φανατικοί για φιλοσοφικό στοχασμό, για αλήθεια και αυθεντικότητα στη ζωή τους, που την έχασαν χτυπημένοι από αρρώστια τα πρώτα εμπόλεμα χρόνια του ’40. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι το ολιγοσέλιδο δοκίμιο για τον Διός κούρο Καπετανάκη οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στο ότι ελάχιστα κείμενα του συγγραφέα αυτού ήταν δημοσιευμένα μέχρι χθες στην Ελλάδα: η έκδοση του Γαλαξία το 1967, με τα δυο δοκίμιά του «Μυθολογία του Ωραίου» και «Έρως και Χρόνος», και η έκδοση της Ντενίζ Χάρβεϋ το 1988, με τρία επιπλέον σημαντικά δοκίμια και τα ποιήματά του, όλα μεταφρασμένα από τα αγγλικά.

 

Πηγαίνοντας πιο πίσω στο χρόνο, για τον Καπετανάκη μάς μιλούν άνθρωποι που, όχι μόνο τον είχαν διαβάσει, αλλά και τον γνώριζαν προσωπικά: τους συναντάμε στο μικρό αφιέρωμα για τον συγγραφέα το 1985 στο περ. Η Λέξη (τχ. 47), αλλά κυρίως στο μεγάλο αφιέρωμα το 1946 στη Νέα Εστία (τχ. 448), μόλις δυο χρόνια μετά το θάνατό του.
Ο καθηγητής του Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει για τον Καπετανάκη: «Ήταν τόσο πολύ πιστός μαθητής μου, που δε θέλησε –το δείχνει αυτό η πραγματεία του “Από τον αγώνα του ψυχικώς μόνου”– να επιτρέψει στο τόσο πλούσιο πνεύμα του να παρεκκλίνει, ούτε καν ελάχιστα, απ’ όσα είχα διδάξει και γράψει εγώ. Έπειτα πάλεψε –και η πάλη αυτή ήταν πραγματικά ωραία, αλλά και οδυνηρή, το δείχνουν τα γράμματα που μου έστειλε από τη Χαϊδελβέργη– ανάμεσα στον εκεί δάσκαλό του Karl Jaspers, έναν από τους κορυφαίους φιλοσόφους του αιώνα μας, που ενέκρινε τη διδακτορική του διατριβή “Έρως και Χρόνος”, και στον πιο αυστηρό αλλά και ιδιόρρυθμο νομοθέτη του ανθρώπινου ήθους και του ποιητικού λόγου Stefan George, που ο ίδιος βέβαια είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν, αλλά που ένας οπαδός του, μέλος του κύκλου που εξακολουθεί να υπάρχει και να ακμάζει, ο Rudolf Fahrner, ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και είχε γίνει εγκάρδιος φίλος τού Καπετανάκη. Τέλος, αποτινάζοντας κάθε ζυγό, γίνεται ο Δημήτρης Καπετανάκης πέρα για πέρα ο εαυτός του, έξοχος Άγγλος ποιητής και δοκιμιογράφος» (Η Λέξη, σ. 713-714)

 

Αμέσως μετά το θάνατό του το ’44, ο Κανελλόπουλος, συντετριμμένος, είχε γράψει στα αγγλικά το περίφημο κείμενο «Ο φίλος μου Δημήτριος Καπετανάκης» για το περιοδικό New Writing and Daylight, που το μετέφρασε ο ίδιος για το αφιέρωμα στη Νέα Εστία το ’46: «Μιλώ για κάποιον που ήταν φίλος μου. Δεν είναι διόλου εύκολο, ούτε και πέρα για πέρα φυσικό, να είσαι ο φίλος κάποιου. […] Γύρω από τη φιλία [ο Καπετανάκης] είχε συγκεντρώσει, χρόνια πολλά, έντονη τη σκέψη του. Ήταν ο πιο διακριτικός άνθρωπος, κι ήξερε να σβήνει όσο κανένας τον εαυτό του. Όταν ήταν παρών, ήταν σαν να έλειπε. Κι όταν έλειπε, τον ένιωθες απόλυτα κοντά σου. […] Ήξερε, σχεδόν απόξω, όλες τις επιστολές τής Μαντάμ ντε Σεβινιέ. Αργότερα ανακάλυψε ξανά τη Μαρκησία διαβάζοντας Μαρσέλ Προυστ, και την είδε έτσι κάτω από ένα ολοκαίνουργιο φως. Ο Προυστ παραβάλλει κάπου τη Μαντάμ ντε Σεβινιέ με τον Ντοστογιέφκι. Πρόκειται τάχα για μια εκκεντρική παραβολή; Δεν το νομίζω. Ο φίλος μου συνδύαζε στο πρόσωπό του μ’ έναν θαυμάσιο τρόπο και τους τρεις. […]

 

» Ήμουν εκτοπισμένος σ’ ένα νησάκι του Αιγαίου [εξόριστος στη Κύθνο, επί Μεταξά], όταν [ο Δημήτριος] γύρισε από τη Χαϊδελβέργη. Ήρθε να με δει, ήταν γενναίος και περιφρονούσε απόλυτα τα όργανα ασφαλείας του δικτατορικού καθεστώτος. Ήταν η μοναδική φορά που είχαμε μιαν έριδα μεταξύ μας – μιαν έριδα χωρίς λέξεις. Ο Στέφαν Γκεόργκε είχε επιβάλει πάνω του τους νόμους του δικού του κόσμου. Κι ήταν νόμοι δίχως κανένα νόημα. Ο φίλος μου κατάλαβε αργότερα ότι το νέο κράτος που ίδρυσε ο Γκεόργκε δεν είχε τόπο για πολίτες, κι όσο για τους νόμους κι αυτοί ήσαν ανύπαρκτοι ̇ υπαρκτή ήταν μόνο η παγερή μορφή του νομοθέτη. […] Όταν στα 1939 έφυγε από την Ελλάδα και πήγε στο Καίμπριτζ, δεν είχε ασχοληθεί με τα αγγλικά παρά μόνο μερικούς μήνες. Σε ένα γράμμα του αποκεί μού μιλούσε για τον Τόμας Γκραίυ, σε άλλο για τον Τζων Νταν και τον Ούλλιαμ Μπλαίηκ . Είχε πια θεραπευτεί. Κι αργότερα έγραψε το αγγλικό δοκίμιό του για τον Στέφαν Γκεόργκε, που είναι ένας οδυνηρός και ειρωνικός επίλογος στην όλη υπόθεση. Όταν το 1942 ξέφυγα απ’ την κατεχόμενη Ελλάδα, τον βρήκα μεταμορφωμένο σε Άγγλο ποιητή. Τα αγγλικά είχαν γίνει η γλώσσα του. Ήταν σαν να τον είχε η αγγλική γλώσσα διαλέξει, σαν να είχε εκείνη την ανάγκη του. […]

 

»Ο φίλος μου ήξερε πολύ καλά ότι η φωτεινή όραση έχει πολύ λίγη σχέση με το φως. Όχι στο φως, αλλά είναι ακριβώς στο σκοτάδι που γεννήθηκε το φως. […] Όσες φορές εθριάμβευε ο φίλος μου –κι αυτό ήταν που μου έδινε το δικαίωμα να θλίβομαι γι’ αυτόν–, ο θρίαμβός του ήταν πάντα μια αντίσταση ̇ ποτέ δεν ήταν επίθεση, ποτέ μια έφοδος με κίνητρο μια κατάκτηση. Να κατακτήσουμε τι; – θα ρωτούσε αν μ’ άκουγε ο φίλος μου. Μήπως την αλήθεια του πόνου; Ο πόνος είναι μια πραγματικότητα ̇ δεν έχει καμιά ανάγκη να γίνει αλήθεια.»

 

 

kapetanakis-3

Ο Δ. Καπετανάκης στην Αγγλία

 

 

Στη Νέα Εστία του 1946 ο Κωνσταντίνος Τσάτσος θα γράψει για τον Καπετανάκη, «τον μοναδικό ανθρώπινο “τύπο”, τον γεμάτο πολύτιμη ουσία, τον πρόωρα ώριμο, τον πρόωρα νεκρό»: «Ένας υπερευαίσθητος οργανισμός θεληματικά τοποθετημένος έξω από κάθε “πεπατημένη” ̇ ικανός να υλοποιεί και να χρωματίζει τα αόρατα νήματα της ψυχικής ζωής ̇ ιεροφάντης της αποχρώσεως, ζωγράφος των πνευματικότερων διαστολών ̇ μεταφυσικός, θα έλεγα, στην ψυχολογία του, όχι στη διανοητική του δόμηση. […] Ανήκε στην Ελλάδα χωρίς να το θέλει, και μ’ ένα δικό του τρόπο, από την αίσθηση, ενώ με τη σκέψη φτερούγιζε ελεύθερα και αδέσμευτα στη διαλυτική αυτοανάλυση της πιο ακραίας δυτικής σκέψης. Ήταν αδιάλλακτα θεωρητικός στη στάση του ̇ και η στάση του αυτή ήταν όλο δύναμη, μια δύναμη πλασμένη από ένα ετερόκλητο σύμπλεγμα αδυναμιών».

 

 

kapetanakis-4

Το λογοτεχνικό περιοδικό New Writing που εξέδιδε ο Τζον Λέμαν κι όπου δημοσίευε ο Δ. Καπετανάκης

 

 

Ο Γιάννης Τσαρούχης το 1985 θα χαιρετίσει τον «Σμυρνιό» Καπετανάκη με βιβλική προσφώνηση στο κείμενό του «Ως υετός επί πόκον», προσπαθώντας να θυμηθεί πού και πώς γνώρισε αυτόν τον άνθρωπο και τη γνήσια χημεία του με τα ιδανικά, που έπεφτε «σαν δροσιά πάνω στο σανό» (Ψαλμοί, 71:6): «Ο Καπετανάκης ήταν μια εξαίρεση στην κοινωνία της γενιάς του ’30 που έφτιαξε έναν κόσμο εξασφαλίσεως και ψεύτικης ελευθερίας. Οι κλασικίζουσες τάσεις μου που φανερώθηκαν πολύ αργότερα, μετά το θάνατό του, είχαν την αφετηρία τους στις ατέρμονες συζητήσεις μας. […] Ή θαυμαστή, όπως μου έχουν πει, εργασία που έκανε στο Λονδίνο μού είναι σχεδόν άγνωστη, γιατί δεν ξέρω ούτε καλά ούτε κακά αγγλικά. Το ανατολίτικο πνεύμα του το ρούφηξαν τα χρυσαφένια μαλλιά των Άγγλων “ως υετός επί πόκον”.

 

»Οι διαλέξεις του είχαν το εξαιρετικό προσόν να μιλάνε για πράγματα ενδιαφέροντα κι παλιομοδίτικα, γιατί η σκέψη των ανθρώπων του ’30 ήταν πολύ αφηρημένη. Έλεγε πράγματα που δεν ήλπιζες πως θα ακούσεις και τα οποία θύμωναν τους στερεωμένους γέρους, όπως ανέκαθεν στερεώνονται οι γέροι και οι διορισμένοι και καλοπαντρεμένοι νέοι. Οι ομιλίες του περί έρωτος ήταν απλές και ουσιαστικές. Έμαθα ότι αργότερα τα κείμενά του ήταν ευπρεπή, συναρπαστικά, είχαν αρετές που απέκτησε στην Αγγλία. Οι θεωρίες του Γιάσπερς μεταφρασμένες στα ελληνικά δημιουργούσαν ένα ζωντανό ενδιαφέρον. Κάποτε θα μεταφραστούν και τα αγγλικά κείμενα του Καπετανάκη και θα δω τι έλεγε ο εραστής του Βορρά. Ελπίζω να είναι το αντίστοιχο του αγγλικού και ευρωπαϊκού “οριενταλισμού”. Είναι ένας γόνιμος ρατσισμός, για τον οποίο κανείς δεν θα τολμήσει να έχει αντίρρηση.» (Η Λέξη, σ. 716-717)

 

 

kapetanakis-5

Δημήτριος Καπετανάκης

 

Ο συνομήλικός του φιλόλογος Βασίλειος Λαούρδας (1912-1971), που περίμενε τον Καπετανάκη να επιστρέψει από την Αγγλία στην Ελλάδα με τη λήξη του πολέμου, στο άρθρο του «Δια τραχείας της αναβάσεως και ανάντους» (Νέα Εστία, 1946) κάνει, συγκινημένος, το μνημόσυνο του φίλου του προσπαθώντας να βρει πλέον ένα νόημα ακόμα και στο θάνατό του. Γράφει: «Είναι λάθος να κρίνονται άνθρωποι όπως ο Καπετανάκης. Γιατί η κριτική έχει τη θέση της μονάχα όταν είναι για ιδέες. Ο Δημήτριος όμως έδωσε στις ιδέες του τόσο πολύ από την ύπαρξή του, ώστε στο τέλος να μη μας μένει παρά το πάθος του γι’ αυτές και η παραδειγματική ευγένεια του ήθους του και της ψυχής του. […] Δεν μετέτρεψε το πνεύμα του σε αγώγιμον είδος για θεσιθηρίες, δεν επολυλόγησε πάνω στα διαβάσματά του, δεν έπαιξε με τις μεγάλες ψυχές της Ιστορίας, δεν έκανε τον ακροβάτη γύρω από νοήματα, ιδέες και αξίες. Η πορεία του ήταν μια βαθιά ματωμένη χαρακιά πάνω στον κορμό του δέντρου της ζωής. Φιλοσόφησε για την Ομορφιά, για τον Έρωτα και για το Θάνατο με πάθος και αγνότητα από τα σπάνια εδώ στην Ελλάδα, και πρόσφερε τη ζωή του ολοκαύτωμα σε Αξίες που η θύμησή τους γίνεται ανάμεσά μας ολοένα και περισσότερο κούφιες και μάταιες λέξεις. Ο τάφος του στα χώματα της Μεγάλης Βρετανίας θα είναι για πάντα ένα σήμα πως, πέρα από τις συμβατικότητες, τα ερωτήματα για τα θεμέλια της ζωής μας μένουν σκοτεινά και αναπάντητα. […] Ο Καπετανάκης μάς μίλησε και μας έδειξε τα βάραθρα που ανοίγονται κάτω από τα έντεχνα και λεπτεπίλεπτα υφάδια του δικού μας εδάφους. Το ρίγος τούτο μπροστά στα χείλη της αβύσσου δεν είναι να λησμονηθεί ποτέ στην Ελλάδα.»

 

 

kapetanakis-6

Ο ποιητής John Lehmann στον τάφο του Δ. Καπετανάκη, στο ελληνικό νεκροταφείο του Νόργουντ.

 

 

Η Αγγλίδα ποιήτρια και δοκιμιογράφος Edith Sitwell (1887-1964) στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας του 1946 έδωσε τη δική της ευαίσθητη κατάθεση μνήμης για τον εκλιπόντα νεαρό συγγραφέα Δημήτριο Καπετανάκη, με το άρθρο «Ένας Έλληνας ποιητής στην Αγγλία» (μτφρ. Αλέξανδρος Βεϊνόγλου). Θεωρούσε το ταλέντο του στην ποίηση, που μόλις άνθιζε, εξίσου μεγάλο με τη δοκιμιογραφική του δεινότητα. «Μεταχειριζόταν τα αγγλικά», γράφει η Σίτγουελ, «όπως ο Κόνραντ, μονάχος μες στους ανθρώπους που δεν είχαν γεννηθεί σ’ αυτήν τη γλώσσα, τη μεταχειριζόταν με έμφυτη λεπτότητα, με φινέτσα και με τέλεια αντίληψη όλων των αποχρώσεων και των ποικιλιών της έννοιας. […] Ο Καπετανάκης είχε ένα απίστευτο ταλέντο να περιορίζει το πλήθος σε ενότητα. Τα ποιήματά του δεν έχουν τίποτα το περιττό – δεν έχουν περιβλήματα, στολίδια. Μέσα τους η ματιά του είναι σαν φως από προβολέα που ψάχνει μια εξαιρετικά βαθιά σήραγγα, έτσι που να έχουμε τη βεβαιότητα του τι βρίσκεται στην άκρη. Κάποτε το φως είναι τόσο εκτυφλωτικό, που στην αρχή πιστεύουμε πως δεν βλέπουμε τίποτα. Μα αυτό είναι πλάνη, τα βλέπουμε όλα – πολύ περισσότερα από εκείνα που φανταζόμαστε ότι υπάρχουν.»

 

 

kapetanakis-7

Demetrios Capetanakis: a greek poet in England, London: John Lehmann,1947

 

 

Η Σίτγουελ αναγνωρίζει το βάθος της λυπημένης σοφίας των ποιημάτων του Καπετανάκη, αλλά λέει πως «έχουν νιάτα», μολονότι δεν ασχολούνται ούτε με την Άνοιξη ούτε με την ευτυχία της νεότητας. Ο δημιουργός τους ενδιαφερόταν για τις κινήσεις της ψυχής, όχι για τα φαινόμενα της Φύσης και του εξωτερικού κόσμου. Η Αγγλίδα κριτικός τα ονομάζει «παράξενα ποιήματα μιας πόλης», που, όπως η πόλη, έτσι κι αυτά περιστοιχίζονται από πέτρα, αλλά από πάνω τους απλώνεται ο αχανής ουρανός. Η παραξενιά τους ολοένα και μεγαλώνει, όσο το νόημά τους συμπυκνώνεται στην πέτρινη υφή τους. Για τη Σίτγουελ, το κατεξοχήν ποίημα για τη δύναμη της κατανόησης είναι αυτό με τον τίτλο «Έμιλυ Ντίκινσον», το όνομα της Αμερικανίδας ερημίτισσας ποιήτριας από το Άμερστ. Το ποίημα αυτό εκφράζει μια πλέρια αντίληψη της τραγωδίας που κάρφωσε ένα μάλλον φύσει αδύναμο πλάσμα στο χείλος της αβύσσου. Αυτή η βαθύτατα, γεμάτη κατανόηση, διαπεραστική ματιά, αυτή η ενσυναίσθηση που δεν είχε τίποτα υπαρξιακά ξένο, γιατί έσμιγε την εσωτερική ζωή του ποιητή με τη ζωή του θέματός του, έκανε τον Καπετανάκη οξυδερκή φιλόσοφο-κριτικό. Τα μαρτύρια του Ντοστογιέφσκι, μας λέει η Σίτγουελ, τους φόβους και το σκουλήκι στη ρίζα του Στέφαν Γκεόργκε, τα υπέφερε και τα κατανοούσε σαν να ήταν μέρος της δικής του ζωής.

 

Γι’ αυτό και «παρακαλούσε για χρόνο», να έχει χρόνο, δηλαδή ζωή, για να νιώθει στο πετσί του τα ανθρώπινα. Θαρρείς και ήξερε ότι θα πέθαινε πολύ νέος. «Δεν γύρευε την αιωνιότητα», όπως λένε οι δυο πρώτοι στίχοι της δεύτερης στροφής του ποιήματος «Emily Dickinson» (1943):

 

I did not want eternity,
I only begged for time: