Το 1929, όταν το κραχ της Ουόλ Στριτ συγκλόνιζε τον κόσμο, ο Ξενοφών Ζολώτας, νεαρός τότε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, αναρωτιόταν αν υπήρχε οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Τον επόμενο χρόνο η απάντηση ήταν αναμφίβολα καταφατική, ενώ με την εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού από τη Βρετανία το 1932 ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερός δήλωνε ότι η κρίση είχε εισέλθει σε μια νέα, “δυσοίωνη” φάση. Οι παρατηρητές της εποχής αντιλαμβάνονταν πως η περίοδος 1929-32 αποτελούσε καμπή για τη χώρα. Τι σήμαινε η καμπή αυτή για την οικονομία, για το ρόλο του κράτους και τελικά για την πολιτική αποτελεί το θέμα του παρόντος βιβλίου.
Ο Μαζάουερ ερευνά τις αλλαγές που προέκυψαν όταν η Ελλάδα αναγκάστηκε, εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης, να πάψει πλέον να στηρίζεται στις αγροτικές εξαγωγές, τα υπερπόντια εμβάσματα και τα εξωτερικά δάνεια και να στραφεί προς μια πολιτική αυτάρκους ανάπτυξης, θεμελιωμένης σε εντόπιες πηγές. Και διαπιστώνει πως η κατάρρευση της ανοιχτής διεθνούς οικονομίας άφησε την Ελλάδα σε θέση μικρότερης οικονομικής εξάρτησης από τον έξω κόσμο συγκριτικά με όσα ίσχυαν προηγουμένως. Τα πλεονεκτήματα αλλά και τα μειονεκτήματα αυτού του νέου τύπου ανάπτυξης είχαν γίνει πλέον φανερά τον Αύγουστο του 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε τη δικτατορία του.
Βασιζόμενος σε τραπεζικές εκθέσεις, σε εκδόσεις ειδικών οργανισμών και στον εβδομαδιαίο οικονομικό τύπο της εποχής, ο συγγραφέας τονίζει ότι θέλησε να ανοίξει στην έρευνα τη μέχρι πρότινος παραμελημένη ιστοριογραφία της νεότερης Ελλάδας και να εφαρμόσει την υπόδειξη του Νίκου Σβορώνου, ο οποίος συμβούλεψε κάποτε τους ιστορικούς να πάψουν πια να επικαλούνται τον περίφημο “ξένο δάκτυλο” και να μελετήσουν τις αλληλεπιδράσεις των εγχώριων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων.