Όταν ο Μάριο Βίττι, το 2005, ήρθε στο Μορφωτικό Ίδρυμα και μας πρότεινε να εκδώσουμε το άτιτλο ακόμη βιβλίο του Γραφείο με θέα, επρόκειτο την επόμενη χρονιά να κλείσει τα ογδόντα του. Είχε συγκεντρώσει παλιές ομιλίες και άρθρα του, είχε μια έτοιμη «Εργογραφία» του – συνταγμένη από την Αμαλία Κολώνια–, θαρρείς και δεν θα ξανάγραφε πια, και κυρίως είχε αποτολμήσει μια μικρή ανασκόπηση της ζωής του, ένα κείμενο που έξυπνα το είχε ονομάσει «Αυτοβιογραφικό σχόλιο στην “Εργογραφία” μου». Φοβόταν πάντα την περιαυτολογία των συγκινήσεων και, πράγματι είχε αρκεστεί σε ένα Σχόλιο επισκοπώντας λεπτομερώς τα δημοσιεύματά του και τα προσκόμματα που είχε συναντήσει σε βάθος χρόνου. Δυο χρόνια αργότερα, το 2008, ταξίδεψε στην Πόλη, «μια εκδρομή με όλη μου την οικογένεια στα λημέρια όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια», όπως γράφει στο επίσης αυτοβιογραφικό βιβλιαράκι του Η πόλη όπου γεννήθηκα. Ιστανμπούλ 1926-1946, που εκδόθηκε στα ιταλικά το 2010 και στα ελληνικά το 2013. Εδώ όμως πρόκειται για κάτι στην κυριολεξία αυτοβιογραφικό, με αναμνήσεις από την Πόλη και με όλη τη φόρτιση των συναισθημάτων που ένας πατέρας και παππούς έχει όταν γράφει για τα παιδιά και τα εγγόνια του πράγματα που δεν πρέπει να χαθούν. Ο εικοσάχρονος Μάριο το 1946, μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, πέρασε ήσυχα από τη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην αρχαία Ρώμη, πρωτεύουσα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ή αλλιώς από τη μια Επτάλοφο στην άλλη Επτάλοφο πόλη, όπως του άρεσε να λέει, και προσγειώθηκε ως φοιτητής στην έδρα της «Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας» του Πανεπιστημίου της Ρώμης.
Αν πατρίδα είναι ο τόπος όπου γεννηθήκαμε, η δική μου Κωνσταντινούπολη είναι μες στην ομίχλη της μνήμης. Χειμώνα στο σχολείο, που ήταν μάλιστα απέναντι απ’ το σπίτι, ανάμεσα στην ιταλική και στη γαλλική πρεσβεία, το καλοκαίρι στην Πρίγκιπο, όπου επίσης οι Τούρκοι σπάνιζαν. Το φράγκικο στοιχείο που με περιέβαλλε όσο και το ρωμαίικο, έμειναν μέσα μου σαν κάτι πολύ θερμό, αλλά αόριστο. Πατρίδα μου αληθινή έγινε η Ιταλία και ταυτόχρονα η Ελλάδα, όταν πήρα στο χέρι το διαβατήριο από το Ιταλικό Προεξενείο της Πόλης και άρχισα να αναρωτιέμαι για την πραγματική μου ταυτότητα. Και για τις δύο νιώθω ισοδύναμα αισθήματα. Και γι’ αυτό θυμώνω και αγανακτώ όταν η πολιτική τους δεν με πείθει. (Γραφείο με θέα, σ. 237)
Με Ιταλό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα (Ρωμιά για την ακρίβεια), κατοικώντας σε οθωμανικό έδαφος, ο Βίττι διδάχτηκε τα ελληνικά κατ’ οίκον και τα ιταλικά στο σχολείο, στο Ιταλικό Λύκειο. Ρωμαίικη η μητρική καταγωγή, από Φαναριώτες και Καππαδόκες προγόνους, γενοβέζικη η πατρική, από προγόνους εγκατεστημένους στη Χίο, πολιτογραφημένους Ιταλούς.
Το γεγονός ότι ήμουν Κωνσταντινουπολίτης, κάτοικος του Πέραν, όπου στους δρόμους του άκουγες περισσότερο ελληνικά, γαλλικά, αρμένικα, σεφαραδίτικα παρά τουρκικά (καλά καλά αυτά δεν τα έπιανε το αυτί μου), και μπαινόβγαινες άνετα μέσα στις ποικίλες κοινωνίες των μειονοτήτων, που όλες τους είχαν ως κοινό παρονομαστή μια στέρεη παράδοση συμβίωσης, αυτό δεν αποτελούσε απειλή για την ταυτότητά μου. Απλώς, όσο πήγαινα σχολείο δεν μου είχε παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα τέτοιας φύσεως. Στη διάρκεια του πολέμου δύο εξαδέλφια μου είχαν πάει εθελοντές. Ο Ερνέστο είχε μπει ως κατακτητής στην Αθήνα κι εκεί σκοτώθηκε μυστηριωδώς. Ο Επαμεινώνδας, που εντάχθηκε στον ελληνικό στρατό, μπήκε θριαμβευτής στο Ρίμινι. Τα οικογενειακά αυτά συμβάντα σχολιάζονταν, ήταν οπωσδήποτε συνταρακτικά, αλλά μόνον κατά το μέτρο που επρόκειτο για συγγενείς, χωρίς άλλες περιπλοκές εθνικού χαρακτήρα. Ούτε η διττή προσήλωσή μου στην ιταλική λογοτεχνία παράλληλα με την ελληνική προκάλεσε μέσα μου κάποιο είδος διχασμού. Ακολουθούσα δίχως προβληματισμούς τα δύο μονοπάτια, που ικανοποιούσαν στον ίδιο βαθμό τη λαχτάρα μου για λογοτεχνία. (Γραφείο με θέα, σ. 300-301)
Ωστόσο, μολονότι δεν υπήρχε διχασμός αλλά «ισοδύναμα αισθήματα», ελληνοϊταλικά, η μαγεία και ο μύθος μοιάζει να έρχονταν από την ελληνική πλευρά, τη λεγόμενη ρωμαίικη κωνσταντινουπολίτικη, που για τον Ιταλό φοιτητή δεν είχε βέβαια γίνει ακόμη «ομίχλη της μνήμης», αλλά παρέμενε ζωντανό βίωμα του κατεξοχήν φασματικού ελληνισμού, των Ελλήνων της διασποράς και δη στα πρώην βυζαντινά εδάφη. Ούτε λοιπόν αποκλειστικά η Ελλάδα ούτε αποκλειστικά η Ιταλία και καθόλου, εννοείται, η Τουρκία θα κερδίσουν τα αδιαμόρφωτα ακόμη διανοητικά και ψυχικά ένστικτα του νεαρού Βίττι, αλλά μια μάλλον ονειρική παρελθοντική Κωνσταντινούπολη, με κατοίκους, εκτός βέβαια από Τούρκους, τους Λεβαντίνους, τους Αρμενίους, τους Εβραίους, τους Σεφαρδίτες, τους Ρωμιούς, μια πόλη που, μολονότι δεν γνώρισε τα τραύματα του πολέμου, άλλαξε εντελώς όψη και κοινωνική σύνθεση μετά την προοδευτική απομάκρυνση των μειονοτήτων και τη μαζική εισβολή των τουρκικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία. Όσο για την Αθήνα, πραγματική αυτή και κλεισμένη στα ελληνικά σύνορά της, θα γινόταν, με το πέρασμα του χρόνου, απλώς τόπος επίσκεψης, με αεροπλάνο ντακότα, και συνάντησης με πρόσωπα του ελληνόγλωσσου πνευματικού χώρου αλλά και με τα αντίστοιχα λογοτεχνικά περιοδικά και βιβλία.
Εντούτοις, η μελαγχολία της ζωής στην Πόλη, που είχε ταιριάξει πολύ με την εφηβεία του ιταλορωμιού, σίγουρα παρατάθηκε και στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης στη μεταπολεμική Ιταλία. «Είχα γλιστρήσει σ’ ένα τέλμα κατάθλιψης, δεν ήξερα πώς να βγω», γράφει ο Μάριο στο αφήγημα με τις αναμνήσεις του από την Πόλη (σ. 120). Η μαθητεία στο Λύκειο είχε διαρκέσει όλα τα χρόνια του χιτλερικού πολέμου, μέσα στο κλίμα αγωνίας και άγνοιας που επικρατούσε στην ουδέτερη Τουρκία, ενώ η Ευρώπη στέναζε καταματωμένη. Φανατικός αναγνώστης του Μακιαβέλλι, του Βιττόριο Αλφιέρι, του Πιραντέλλο (το ιταλικό βιβλιοπωλείο της Πόλης τού προμήθευε θησαυρούς), ο Βίττι λάτρευε παράλληλα τον χαρισματικό Έλληνα δάσκαλό του, τον Δημήτρη Μάνο (Χάλκη 1912- Αθήνα 1998), ο οποίος του δάνειζε βιβλία, μοναδική πηγή ελληνικής λογοτεχνίας τότε για τον έφηβο. Στον σεμνό τούτο ακάματο υπηρέτη των γραμμάτων έβλεπε κάτι μυστηριώδες, είχε, φαίνεται, καταλάβει ότι επρόκειτο για έναν φιλοσοφημένο μαρξιστή. Έτσι έμαθε και για τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά στον προπολεμική Ελλάδα.
Μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα αρχαίων και νέων ελληνικών. Η μητέρα μου τον είχε διαλέξει μετά από υπόδειξη της δασκάλας μου Ευδοξίας. […] Ήταν γιος ψαρά, και είχε σπουδάσει φιλολογία στην Αθήνα με υποτροφία της ελληνικής κοινότητας, προφανώς. Είχε επιστρέψει στην Πόλη λίγο πριν από τον πόλεμο. Ήταν πανέξυπνος και παθιασμένος με τους κλασικούς, κι όπως με έβαζε να τους διαβάσω μού έδειχνε πόσο επίκαιροι ήταν. Ήξερε όμως καλά και τι συνέβαινε στον κόσμο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Εκείνος μου έδωσε να διαβάσω τη Ζωή εν τάφω του Μυριβήλη. Η ανάγνωσή του ήταν για μένα ένα σοκ ̇ η άνεση με την οποία ο Μυριβήλης μπορούσε να εναλλάσσει συγκλονιστικές εντυπώσεις ρεαλιστικού και στυγνού κυνισμού με στιγμές λυρικής έκστασης ήταν χωρίς προηγούμενο. Μου άφηνε την αίσθηση μιας γοητευτικής παραβίασης του συνηθισμένου αφηγηματικού ύφους. (Η πόλη όπου γεννήθηκα, σ. 115-117)
Στη χειμαζόμενη και μουδιασμένη Ρώμη τού 1946 το πρόσωπο καταλύτης για τις αποφάσεις τού Ιταλού σπουδαστή από την Πόλη που κουβαλούσε τον βιωματικό και άδολο έρωτα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, θα αποδειχτεί ο δεκατρία χρόνια μεγαλύτερός του καθηγητής Φιλίππο Μαρία Ποντάνι (1913-1983), φιλόλογος κλασικών σπουδών και αργότερα καταξιωμένος νεοελληνιστής. Διόλου τυχαίο μάλιστα ότι, για τον Ποντάνι, καθοριστική ήταν η επίδραση του καθηγητή Γεωργίου Θ. Ζώρα (1908-1982), καθηγητή Μεσαιωνικής και Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας στην Αθήνα, αλλά και στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης στην έδρα της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας, μαζί με την παλαιογράφο και βυζαντινολόγο Ενρίκα Φολλιέρι, για πολλά χρόνια (1931 έως 1940 και 1956 έως 1979). Χαρακτηριστικό είναι εδώ ότι και η καταγωγή του Γ. Θ. Ζώρα είναι επίσης μεικτή, από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ιταλίδα. Το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο κινήθηκαν αυτοί οι προγενέστεροι του Βίττι φιλόλογοι νεοελληνιστές ήταν πολύ σταθερό και ισχυρό, ικανό ίσως να τους κρατήσει σε επιστημονικούς τρόπους σκέψης και πνευματικές παραδόσεις δοκιμασμένες, χωρίς μεγάλες ρήξεις και αποκλίσεις. Και πάντως στον καιρό τους δεν είδαν τη νεοελληνική φιλολογία να απελευθερώνεται από τη βυζαντινή, μολονότι οι ίδιοι θα το ήθελαν και κατά κάποιο τρόπο ίσως με το έργο τους να το εννούσαν. Αντίθετα, ο Βίττι, ως διδάσκων δεν σταδιοδρόμησε ποτέ στην Ρώμη, αλλά περιπλανώμενος σε περιφερειακά πανεπιστήμια, δίδαξε στη Νάπολη, πιο σταθερά στο Παλέρμο και στο Βιτέρμπο, και, εκτός Ιταλίας, στη Θεσσαλονίκη, στο Ρέθυμνο, στο Παρίσι, στη Γενεύη, στη Λευκωσία. Η έρευνα, η συγγραφή, με την οξύτατη κριτική και ερμηνευτική μέθοδο, και η ιστοριογραφική του αίσθηση τον ανέδειξαν σε καινοτόμο και ριζοσπαστικό νεοελληνιστή που άνοιγε δρόμους στους νεότερούς του συγγραφείς και μελετητές. Κορύφωση του έργου του είναι, το δίχως άλλο, η δική του γόνιμη και συμπληρωματικά ρηξικέλευθη, αλλά και διαρκώς ανανεωνόμενη λόγω των επανεκδοσεών της, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1971, 1978 /1987/ 2000, 2003 σε ιταλικά και ελληνικά), που ήρθε μετά τις καθιερωμένες σημαντικές ιστορίες των Λίνου Πολίτη και Κ.Θ. Δημαρά.
Σε περιστασιακό σεμινάριό του για τον Οδυσσέα Ελύτη στη Ρώμη, το 1980, στην έδρα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, όταν καθηγήτρια ήταν η Άλκηστις Πρωίου (1936-2023), ο αντισυμβατικός Βίττι έμπαινε στην αίθουσα έχοντας κρεμασμένο στον ώμο ένα ελληνικό παραδοσιακό ταγάρι, όπου κουβαλούσε τα βιβλία του, τα χαρτιά του και το μήλο του. Ήταν πάντα κεφάτος, ζωηρός και αφοπλιστικά επινοητικός, συχνά προκλητικός και είρωνας. Ακόμη και οι φοιτητές με τους οποίους είχε τύχει να συγκρουστεί, μπορούσαν να του αναγνωρίσουν μετά από χρόνια ότι είχε φυτέψει μέσα τους το δαιμόνιο της αμφισβήτησης, της έρευνας και της συγγραφής. Ως βιωματικός συγκριτολόγος της ευρωπαϊκής γραμματείας, μη θεσμικός στην ουσία, σπούδαζε και κυρίως αντιλαμβανόταν την ελληνική πραγματικότητα, όσο και την ιταλική ή τη γαλλική, με απόσταση ασφαλείας, όπως ο άνθρωπος της διασποράς που μεγαλώνει με την αίσθηση του απάτριδος, του κοσμοπολίτη (στην κυριολεκτική σημασία). Θαρρείς και αναζητούσε ενστικτωδώς, κι όχι λιγότερο ενσυνείδητα, την ύψιστη κρυμμένη αξία στα λογοτεχνικά έργα που είχαν δημιουργηθεί –ερήμην όλων, ακόμη και του συγγραφέα τους– από την αδιόρατη ώσμωση διαφορετικών πολιτισμικών ερεθισμών, μέσα σε αυτό το τόσο οικείο σε εμάς «μεταξύ Ανατολής και Δύσης». Σαν την αίσθηση ελευθερίας που θα πρέπει να ένιωθε σε εκείνο το μοναδικό ταξίδι από τη μια Επτάλοφο στην άλλη Επτάλοφο πόλη, μια ελευθερία που εξωθούσε γόνιμα την ερμηνευτική και ιστοριογραφική του δεινότητα: στον αυτοέλεγχο, στην παρατήρηση, στην καταγραφή, στη διδασκαλία. Για τον Μάριο Βίττι, ο ελληνισμός, έστω και με ιταλικούς φακούς ιδωμένος, σε μια εποχή φτωχή σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα της τεχνοεπιστήμης (όπου, στο γραφείο του μελετητή, το ανοιχτό παράθυρο στη θέαση του κόσμου έχει αντικατασταθεί από την οθόνη του υπολογιστή), αυτός ο ελληνισμός ανέπνεε βαθιά και στις τρεις γενέτειρές του: στην Πόλη, που τον συντηρούσε ιστορικά, στη Ρώμη, που τον γονιμοποίησε, στην Αθήνα, που μιλούσε τη γλώσσα του.
Το Μουσείο Μπενάκη, τον Δεκέμβριο του 2016, γιόρτασε τα 90 χρόνια του Μάριο Βίττι με μια τιμητική εκδήλωση, παρουσία του ιδίου και της οικογένειάς του σε μια κατάμεστη αίθουσα δονούμενη από αισθήματα φιλίας και πνευματικής χάριτος. Ο τιμώμενος πήρε το λόγο τελευταίος και έκλεισε την ευχαριστήρια ομιλία του λέγοντας: «Δεν θέλω να συνεχίσω άλλο περιαυτολογώντας και μιλώντας για μεγάλες συγκινήσεις που μπορούν να ταράξουν την ψυχραιμία ενός “επιστημονικού” εργάτη της γραμματολογίας. Ήθελα απλώς να σας μιλήσω για μια πλευρά της ζωής μου ως λάτρη της ελληνικής λογοτεχνίας και για τη συναισθηματική μου εμπλοκή σε αυτόν τον κόσμο του περασμένου ελληνισμού». (Μικρό αφιέρωμα στον Mario Vitti, σ. 182) Επαναλαμβάνω την αναπάντεχη έκφραση: «…του περασμένου ελληνισμού»!
Μαρία Στεφανοπούλου
Επιμελήτρια εκδόσεων ΜΙΕΤ
• Mario Vitti, Γραφείο με θέα. Άρθρα & Ομιλίες, Εργογραφία με Αυτοβιογραφικό σχόλιο, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
• Mario Vitti, Η πόλη όπου γεννήθηκα. Ιστανμπούλ 1926-1946, μτφρ. Λένα Καλλέργη, πρόλογος Πέτρος Μάρκαρης, Εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013. Ιταλική έκδοση: Istanbul nella memoria, Saggi di Greco Moderno, Collana della Cattedra di Lingua e Letteratura Neogreca, dir. Paola Maria Minucci. Sapienza, Bulzoni Editore, 2010.
• Μικρό αφιέρωμα στον Mario Vitti, επιμ. Δημήτρης Αρβανιτάκης, Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2018.
Το 2006, παράλληλα με την έκδοση από το ΜΙΕΤ και του άλμπουμ Mario Vitti, Γραφείο με θέα. Φωτογραφίες 1948-1981, ο Βίττι δώρισε στο Μορφωτικό Ίδρυμα το περιούσιο Φωτογραφικό του Αρχείο, μια μοναδική παρακαταθήκη από πορτρέτα νεοελλήνων λογοτεχνών και τοπία της μεταπολεμικής Ελλάδας.