Τα ημερολόγια του Παναγιώτη Νικόπουλου, πέντε συνολικά σημειωματάρια, χωρίζονται σε δύο διακριτές χρονικές ενότητες. Η πρώτη είναι η περίοδος του πολέμου 1940-1941. Ο Νικόπουλος, στρατιώτης ήδη κατά την κήρυξη του πολέμου, αρχίζει να καταγράφει τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του σ’ ένα ημερολόγιο καθώς η μονάδα του προωθείται προς το μέτωπο και στη συνέχεια υποχωρεί μετά την αστραπιαία επέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων. Η δεύτερη χρονική ενότητα είναι η περίοδος κατά την οποία ο Νικόπουλος μεταφέρεται στο Γκρατς της Αυστρίας, τότε τμήμα του Τρίτου Ράιχ, και υποχρεώνεται σε καταναγκαστική εργασία. Στο διάστημα των τριών χρόνων που μεσολαβεί ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο ημερολόγιο, ο Νικόπουλος έχει οργανωθεί στο ΕΑΜ, ενώ δύο μήνες πριν από τη μεταφορά του στο Γκρατς συλλαμβάνεται και προτείνεται η φυλάκισή του ως “επικίνδυνου κομμουνιστή”.
Στο εκτενές επίμετρο, που τιτλοφορείται “Γράφοντας για τον εαυτό σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης”, η ιστορικός Ελένη Κούκη σκιαγραφεί το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να διαβαστούν τα ημερολόγια. Αν το πρώτο ημερολόγιο έρχεται να προστεθεί σ’ ένα ήδη εκτενές σώμα αντίστοιχων κατάλοιπων από στρατιώτες της ίδιας περιόδου, το δεύτερο αφορά μια μαζική, τραυματική εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ιδιοποίηση από το Γ΄ Ράιχ του εργατικού δυναμικού των κατεχόμενων από τους ναζί χωρών – εμπειρία που παραμένει υποφωτισμένη, κυρίως στην ελληνική ιστοριογραφία.
Την έκδοση την προλογίζει η εικαστικός και συγγραφέας Ηρώ Νικοπούλου, ανιψιά του Παναγιώτη Νικόπουλου, και την συμπληρώνει ένα πλούσιο εικονογραφικό υλικό με φωτογραφίες και τεκμήρια -ανάμεσά τους και επίσημα προσωπικά έγγραφα του Νικόπουλου από την παραμονή του στο Γκρατς ως κρατούμενου καταναγκαστικής εργασίας- καθώς και ένα Ευρετήριο Κυρίων Ονομάτων που περιλαμβάνει όσα ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια αναφέρονται στα ημερολόγια.