Δημώδης πεζός λόγος: οι απαρχές έως τον 17ο αιώνα[1]
Αν και στον γραπτό λόγο η δημώδης γλώσσα χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον 12ο αιώνα για την απόδοση έμμετρων έργων (Πτωχοπροδρομικά κ.ά.), στον πεζό λόγο πρωτοεμφανίστηκε σε μεμονωμένα δείγματα του 13ου–15ου αιώνα, ενώ μόλις από τα μέσα του 15ου αιώνα άρχισαν να γράφονται θρησκευτικά και ηθικοδιδακτικά κείμενα στην καθομιλουμένη. Στη βενετοκρατούμενη Κρήτη καλλιεργείται από τον 14ο αιώνα η γραπτή λογοτεχνία στη δημώδη, με βάση το τοπικό ιδίωμα (Σαχλίκης, Ντελλαπόρτας κ.ά.), ενώ η αρχή της δημώδους νεοελληνικής πεζογραφίας τοποθετείται στο τέλος του 15ου αιώνα.
Ο Κερκυραίος Νικόλαος Σοφιανός οραματίζεται, τον επόμενο αιώνα, ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης των ομοεθνών του βασισμένο στη λαϊκή γλώσσα. Συγγράφει την πρώτη νεοελληνική γραμματική και μεταφράζει από την αρχαία στην κοινή (Ψευδο-Πλούταρχος, Περί παίδων αγωγής, Βενετία 1544/45). Την ίδια περίπου περίοδο ο Ιωαννίκιος Καρτάνος γίνεται ο πρώτος ορθόδοξος που αποδίδει χωρία της Αγίας Γραφής στη νεοελληνική (Γενεύη 1536). Προτάσσεται πλέον η ανάγκη προσαρμογής στο γλωσσικό επίπεδο του κοινού, ενώ η επαφή με την παιδεία της Αναγέννησης, όπου οι νεορομανικές γλώσσες παραμερίζουν τη λατινική, συμβάλλει στην ενίσχυση της θέσης της νεοελληνικής.
Τον 17ο αιώνα η χρήση του δημώδους πεζού λόγου επεκτείνεται. Επιδιώκεται η απλούστευση της γλώσσας των ιερών κειμένων, ώστε να γίνονται αντιληπτά από τους πολλούς. Προς την ίδια κατεύθυνση ωθεί η ανησυχία που προκαλεί η εξάπλωση της καθολικής προπαγάνδας στην Ανατολή, με την παράλληλη διάδοση δυτικών εντύπων σε γλώσσα απλή ελληνική.[2] Δείγμα κυκλοφορίας τέτοιου εντύπου που διανεμόταν δωρεάν αποτελεί το έργο Οδηγία των αμαρτωλών του Αλοϋσίου Γρανάτα, μεταφρασμένο «εἰς ῥωμαϊκὴν γλῶσσαν» (1628) από τον Έλληνα ιησουίτη Ανδρέα Ρέντιο και εκδομένο στο τυπογραφείο της Propaganda Fide (Ρώμη).[3]
Επί πατριαρχίας Κύριλλου Λούκαρη πραγματοποιείται η πρώτη επίσημη και ολοκληρωμένη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην καθομιλουμένη από τον ιερομόναχο Μάξιμο Καλλιουπολίτη (Γενεύη 1638). Συγχρόνως απλοποιείται ο κηρυκτικός λόγος, ενώ την απουσία εκλαϊκευμένων έργων παραινετικής θεολογίας σε δημώδη γλώσσα αναλαμβάνουν να καλύψουν με το έργο τους λόγιοι όπως ο Μάξιμος Μαργούνιος (Κλίμαξ Παραδείσου, Βενετία 1590· Βίοι των αγίων, Βενετία 1603) και ο Μάξιμος Πελοποννήσιος (Ψαλμοί, Αποκάλυψις).
Σε αυτό το κλίμα πνευματικής παραγωγής εντάσσεται και η δραστηριότητα του Κρητικού Αγάπιου Λάνδου.
Αγάπιος Λάνδος ο Κρης
Γεννημένος στον Χάνδακα στο τέλος του 16ου αιώνα, ο μοναχός Αγάπιος (κατά κόσμον Αθανάσιος) Λάνδος, αφού παρέμεινε για λίγα μόνο χρόνια στο Άγιον Όρος, περιηγήθηκε πολλές περιοχές του ηπειρωτικού και νησιωτικού ελλαδικού χώρου, όπου έδρασε ως ιεροκήρυκας.[4]
Τον απασχόλησε το χαμηλό επίπεδο παιδείας των ομοεθνών του και επιδόθηκε στη συγγραφή και μετάφραση έργων σε δημώδη γλώσσα με σκοπό να προσεγγίσει τους συγχρόνους του για τη σωτηρία της ψυχής τους.
Για την ευρύτερη διάδοση των έργων του, ο Λάνδος χρησιμοποίησε την τυπογραφία και μετέβη τρεις φορές στη Βενετία — το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής έντυπου βιβλίου της εποχής του. Ανέλαβε ο ίδιος επιμελητής–διορθωτής, αλλά και χρηματοδότης ορισμένων εκδόσεών του. Του αποδίδονται συνολικά 17 έργα λαϊκού θρησκευτικού περιεχομένου (Παράδεισος, Καλοκαιρινή, Θηκαράς κ.ά.).
Αμαρτωλών σωτηρία: το πρώτο έργο
Το πρώτο και γνωστότερο έργο του Λάνδου που τυπώθηκε ήταν η Αμαρτωλών σωτηρία (1η έκδ. 1641). Πρόκειται για έργο κατανεμημένο σε τρία μέρη, εκ των οποίων τα δύο πρώτα είναι θεωρητικά και πραγματεύονται μεταξύ άλλων τα είδη των αμαρτιών, το θέμα της εξομολόγησης και τη μετάνοια. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην Παναγία και περιλαμβάνει 70 περίπου θαύματά της.[5]
Το κείμενο δεν είναι πρωτότυπο, αλλά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λάνδου, αντλεί από διάφορα ιταλικά και ελληνικά έντυπα: Διατὶ τὸν Θεὸν τῶν ὅλων σᾶς δίδω μάρτυρα, δὲν ἔγραψα τίποτας ἀπὸ τὸν νοῦν μου, ἀλλὰ καθὼς τὰ ηὗρα τετυπωμένα εἰς διαφόρους βίβλους διδασκάλων Ἰταλῶν τε καὶ Γραικῶν, οὕτω καὶ ἐγὼ τὰ ἱστόρησα.[6]
Ο Λάνδος προβαίνει στην παραπάνω ομολογία χωρίς δισταγμό, γιατί αυτό που πρωτίστως τον απασχολεί είναι το πώς θα προσεγγίσει τους ομοεθνείς του, προσφέροντάς τους ένα ψυχωφελές θρησκευτικό ανάγνωσμα σε γλώσσα κατανοητή. Για το λόγο αυτό δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ακόμη και δυτικές πηγές, παρά το φόβο του ότι μπορεί να κατηγορηθεί για εισαγωγή δοξασιών αντίθετων στο ορθόδοξο δόγμα.[7] Ο ίδιος ομολογεί την πίστη του και χαρακτηριστικά σημειώνει: Ὅτι ὥσπερ εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς βίβλου προεῖπα, ἐγὼ πιστεύω καθὼς ὁρίζει ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τῶν Γραικῶν, ὡς Ὀρθόδοξος, καὶ μὴ μὲ κατηγορήσῃ τὶς ἄδικα· ὅτι διὰ τὴν πολλὴν εὐλάβειαν, ὁποῦ ἔχω εἰς τὴν Παναγίαν, ἐσύνθεσα ταύτην τὴν βίβλον…[8]
Οι πηγές του έργου του, ή πώς συνδυάζεται η μελέτη χειρόγραφων και έντυπων μαρτυριών
Ο Λάνδος μας εισάγει πρόθυμα στις πηγές του έργου του, παραθέτοντάς τες συστηματικά στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου (Αγία Γραφή, Γεροντικά, Συναξαριστής κ.ά.). Για το τρίτο μέρος όμως, εκείνο των θαυμάτων της Παναγίας, η έντυπη έκδοση της Αμαρτωλών σωτηρίας δεν παρέχει παρά ελάχιστες πληροφορίες (φαίνεται εἰς τὸ Πεντηκοστάριον ή καθὼς εἰς τὸν Συναξαριστὴν φαίνεται κτλ.).
Το κενό αναλαμβάνει να καλύψει η μελέτη των χειρογράφων: Η Ελένη Κακουλίδη, που ασχολήθηκε με το έργο του Λάνδου τη δεκαετία του 1970, ανέδειξε τη σημασία του κώδικα Μονής Ζωγράφου 31 (Λάμπρος 357):[9] Το αγιορειτικό χειρόγραφο περιλαμβάνει μια πρώιμη παραλλαγή των θαυμάτων της Αμαρτωλών σωτηρίας και αναδεικνύεται πολύτιμο γιατί σε πολλές περιπτώσεις παραπέμπει στις πηγές από τις οποίες αντλεί, αντίθετα από την έντυπη έκδοση του έργου. Από τις συνολικά οκτώ πηγές που καταγράφονται στο χειρόγραφο, οι επτά είναι δυτικής προελεύσεως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το έργο του Silvano Razzi (1527–1611) Miracoli di Nostra Signora (Φλωρεντία 1576).
Η μόνη ελληνική πηγή που αναφέρεται στο χειρόγραφο της Μονής Ζωγράφου είναι το έργο του Κρητικού ιερέα Ιωάννη Μορεζήνου (†1613) Κλίνη Σολομῶντος, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1599, διαδόθηκε μόνο σε χειρόγραφη μορφή και πρωτοεκδόθηκε σχετικά πρόσφατα (2007).[10] Η ονομασία του έργου προέρχεται από χωρίο του Άσματος Ασμάτων της Παλαιάς Διαθήκης και ερμηνεύεται ως συμβολισμός της Παναγίας. Πρόκειται για ένα εγκωμιαστικό κείμενο προς αυτή, με 60 θεωρητικά κεφάλαια που αντιστοιχούν σε 60 ιδιότητές της και 60 θαύματά της.[11]
Ο Λάνδος χρησιμοποίησε ως πρότυπο το έργο του συντοπίτη του Μορεζήνου, τον οποίο ίσως γνώριζε μέσω του Ανδρέα Κορνάρου, Βενετοκρητικού ευγενή, για τον οποίο ο ίδιος εργάστηκε ως γραμματικός σε νεαρή ηλικία.[12] Είναι πολύ πιθανό ωστόσο ο συγγραφέας μας, γνώστης ο ίδιος της ιταλικής γλώσσας και ζώντας στο περιβάλλον της βενετοκρατούμενης Κρήτης, που διευκόλυνε την επικοινωνία με τον πολιτισμό της Δύσης, να είχε άμεση πρόσβαση στις πηγές στις οποίες παραπέμπει ο Μορεζήνος και γι’ αυτό δεν τον μνημονεύει στην έντυπη έκδοση της Αμαρτωλών σωτηρίας.[13]
Το αυτόγραφο του έργου
Το αυτόγραφο του Λάνδου, χρονολογημένο το αργότερο το 1632 (πολύ νωρίτερα δηλαδή από την πρώτη έντυπη έκδοση του έργου), το είχε εντοπίσει τον 19ο αιώνα σε χειρόγραφο της Μονής Κοσίνιτσας στο Παγγαίο ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς·[14] σήμερα βρίσκεται στη Βουλγαρία (Σόφια, Ίδρυμα Ivan Dujčev).[15] Σώζονται κι άλλοι χειρόγραφοι κώδικες με την Αμαρτωλών σωτηρία του Λάνδου, προγενέστεροι ή μεταγενέστεροι της έντυπης έκδοσης, γεγονός που επιβεβαιώνει τη γνωστή διαπίστωση για την παράλληλη κυκλοφορία χειρόγραφου και έντυπου βιβλίου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (π.χ. κώδ. Ιβήρων 342 [έτος 1639], Ολυμπιώτισσας 172 κ.ά.). Ειδικά το τελευταίο μέρος του έργου, που περιείχε τα «Θαύματα», κυκλοφορούσε και ανεξάρτητα από το υπόλοιπο έργο, με ξεχωριστό πρόλογο.[16]
Η σημασία του έργου του Λάνδου και η χρήση της δημώδους γλώσσας
Ο Αγάπιος Λάνδος κληροδότησε στους συγχρόνους του ένα ογκώδες έργο, που τον κατέστησε έναν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς της εποχής του (και έως τον 19ο αιώνα) μεταξύ μοναχών και λαϊκών. Μέρος της συγγραφικής του παραγωγής παραμένει ακόμη ανέκδοτο, σε χειρόγραφη μορφή. Το πρώτο πόνημα που εξέδωσε, η Αμαρτωλών σωτηρία —«πασίγνωστο και πολυθρύλητο» το χαρακτηρίζει ο Κεραμεύς—,[17] γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία και συνεχείς επανεκδόσεις, ενώ η έκδοση του τελευταίου μέρους, των «Θαυμάτων», σηματοδότησε την εμφάνιση στον ελλαδικό χώρο ενός νέου γραμματειακού είδους που αφορούσε τη λατρεία της Παναγίας μέσω λαϊκών εντύπων και το οποίο, ενώ ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στη Δύση, δεν είχε αναπτυχθεί στην ελληνική Ανατολή.[18]
Ο Λάνδος αγωνίστηκε πρωτίστως για την πνευματική σωτηρία των συνανθρώπων του και ως προσφορότερη οδό για την προσέγγιση ενός διευρυμένου κοινού επέλεξε τη χρήση της δημώδους γλώσσας, «τὴν κοινὴν τῶν Γραικῶν διάλεκτον», που υπερβαίνει όμως το επίπεδο της καθημερινής ομιλίας και παρουσιάζει χαρακτηριστικά έντεχνου λόγου.[19] Τη γλώσσα αυτή την εφάρμοσε στις μεταφράσεις-παραφράσεις (κυρίως βυζαντινών αγιολογικών κειμένων) και στα ερανίσματά του από ελληνικές και δυτικές (ιταλικές) πηγές,[20] ενώ το έργο του, με τη σημαντικότατη απήχηση που είχε και την αναγνώριση από σύγχρονους και μεταγενέστερούς του, αξιοποιήθηκε παράλληλα ως παιδευτικό υλικό.[21]
Το βιβλίο Ε. Κακουλίδη-Πάνου / Ε. Καραντζόλα / Κ. Τικτοπούλου, Δημώδης πεζός λόγος του 16ου αιώνα, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2023 βασίστηκε σε πρόγραμμα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (Θεσσαλονίκη), με αφετηρία της έρευνας το αρχείο της ομότιμης καθηγήτριας Ελένης Κακουλίδη-Πάνου (†2023) για τον δημώδη πεζό λόγο. Στην Εισαγωγή εξετάζεται η χρήση των καθομιλουμένων γλωσσών στο γραπτό λόγο, καθώς και οι λόγοι που τις ανέδειξαν. Στο πλαίσιο αυτό προβάλλεται η διαρκώς αυξανόμενη χρήση της δημώδους ελληνικής κατά τον 16ο αιώνα για τη συγγραφή πεζών κειμένων. Το κύριο μέρος του βιβλίου αποτελεί μια ανθολόγηση δημωδών κειμένων κατανεμημένων σε 11 θεματικές κατηγορίες, στις οποίες συγκαταλέγονται και τα έργα του 16ου αιώνα στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω:
• Νικολάου Σοφιανού, Περί παίδων αγωγής (έκδ. Βενετίας 1544/5), σ. 8–9 (η αφιέρωση).
• Του ιδίου, Γραμματική εισαγωγή, σ. 15–17 (τα επιλεγόμενα).
• Ιωαννίκιου Καρτάνου, Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη (έκδ. Βενετίας 1536), σ. 6–7 (ο πρόλογος).
• Μάξιμου Μαργούνιου, Κλίμαξ του Παραδείσου (έκδ. Βενετίας 1590), σ. 12–13 (ο πρόλογος).
• Του ιδίου, Βίοι των αγίων (έκδ. Βενετίας 1656), σ. 11–12 (ο πρόλογος).
• Μάξιμου Πελοποννήσιου (μετάφραση), Ψαλμοί (χφ ΕΒΕ 2378), σ. 34–35 (ψαλμοί α΄ και β΄).
• Του ιδίου, Αποκάλυψις (χφ Τυρνάβου 40), σ. 60–62.
• Ιωάννη Μορεζήνου, Κλίνη Σολομώντος (χφ Ξηροποτάμου 202, έτος 1602), σ. 20–21 (ο πρόλογος).
Φωτογραφία τίτλου: Η Κοίμησις της Θεοτόκου (μικρογραφία από τον κώδ. Πέζαρου 2, σ. 16 – Συλλογή ΙΠΑ/ΜΙΕΤ).
Δρ. Βενετία Χατζοπούλου
ΙΠΑ/ΜΙΕΤ
[1] Βλ. αναλυτικά Ε. Κακουλίδη-Πάνου / Ε. Καραντζόλα / Κ. Τικτοπούλου, Δημώδης πεζός λόγος του 16ου αιώνα, Αθήνα 2023, xxxiv–xli, xlv-l, lv–lvi, lxxvii–lxxxi. Για την περίοδο που εξετάζουμε, βλ. επίσης Μ. Κοπιδάκης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2015, 158–159, 160–161, 164–165, 212–213, 206–215.
[2] Βλ. Θ. Παπαδόπουλος, «Βιβλία καθολικών και βιβλία ορθοδόξων», Ο Ερανιστής 19 (1993), 36–65.
[3] Ο πρωτότυπος τίτλος του έργου είναι Luis de Granada, Della guida overo scorta de’ peccatori (Legrand, BH XVII.1, 260–261, αρ. 182). Για τη δράση του τυπογραφείου της Propaganda Fide και την προετοιμασία ελληνικών εκδόσεων σε απλή γλώσσα, βλ. Β. Τσακίρης, «Ο ρόλος του τυπογραφείου του Λούκαρη στην ίδρυση του ελληνικού τυπογραφείου της Propaganda Fide», Ο Ερανιστής 27 (2009), 53–67.
[4] Για τον Αγάπιο Λάνδο και το έργο του, βλ. Δ. Κωστούλα, «Αγάπιος Λάνδος ο Κρής. Συμβολή στη μελέτη του έργου του», διδ. διατρ., Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1983. Βλ. επίσης νεότερη μελέτη, όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία: Σ. Πασχαλίδης / Δ. Κακλαμάνος, «Ο μοναχός Αγάπιος Λάνδος και η ιδέα της έκδοσης συλλογών από αγιορειτικά χειρόγραφα: Η Καλοκαιρινή και ο ανέκδοτος δεύτερος τόμος της», στο Η΄ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Άγιον Όρος και λογιοσύνη». Πρακτικά συνεδρίου. Θεσσαλονίκη, 22–24 Νοεμβρίου 2013, Θεσσαλονίκη 2014, 123–138, ιδίως: 123–127.
[5] Ο τίτλος (βλ. σ. 255 της έκδοσης του 1851): Τῆς τῶν Ἁμαρτωλῶν Σωτηρίας μέρος τρίτον. Ἐκ τῶν ὑπερφυῶν θαυμάτων τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Ὀλίγα τινὰ συγγραφέντα ἐκ διαφόρων διδασκάλων, καὶ μεταγλωττισθέντα παρ’ ἐμοῦ εἰς κοινὴν ὠφέλειαν.
[6] Έκδ. 1851, σ. 256.
[7] Κωστούλα, ό.π. [σημ. 4], 82–83.
[8] Έκδ. 1851, σ. 274.
[9] Ε. Δ. Κακουλίδη, «Συμβολή στη μελέτη του έργου του Αγαπίου Λάνδου», Ελληνικά 20 (1967), 387–392, ιδίως: 389–391.
[10] Ιωάννης Μορεζήνος, Κλίνη Σολομώντος. Ιστορίες θαυμάτων της Παναγίας [1599], έκδ. Ε. Κακουλίδη-Πάνου / Ε. Καραντζόλα / Μ. Χαλβατζιδάκη, Ηράκλειο 2007, λ΄–λη΄.
[11] Κακουλίδη, ό.π. [σημ. 9], 390–391. Μορεζήνος, ό.π. [σημ. 10], λβ΄.
[12] Ο Ιωάννης Μορεζήνος ήταν μια λόγια προσωπικότητα της εποχής του με σημαντική κοινωνική θέση και σχέσεις με επιφανείς Έλληνες και Βενετούς στην Κρήτη, αλλά και μακριά από αυτήν (π.χ. με τον Μάξιμο Μαργούνιο στη Βενετία, με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία). Βλ. Μορεζήνος, ό.π. [σημ. 10], ιζ΄–ιη΄.
[13] Κωστούλα, ό.π. [σημ. 4], 86.
[14] Α. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, «Έκθεσις παλαιογραφικών και φιλολογικών ερευνών εν Θράκη και Μακεδονία, γενομένων κατά το έτος 1885 διά την “Μαυρογορδάτειον Βιβλιοθήκην”», Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος, Παράρτημα του ΙΖ΄ τόμου (1886), 3–64, εδώ: 44.
[15] Κωστούλα, ό.π. [σημ. 4], 51, 93 σημ. 25. Σύμφωνα με τον Γ. Κ. Παπάζογλου, Τα χειρόγραφα της Εικοσιφοινίσσης (κατάλογοι και αντιγραφείς), Αθήνα 1991, 94–95, ταυτίζεται με τον κώδ. I. Dujčev, αρ. 79. Βλ. επίσης A. Džurova / K. Stančev / V. Atsalos / V. Katsaros, “Checklist” de la collection de manuscrits grecs conservée au centre de recherches slavo-byzantines «Ivan Dujčev» auprès de l’université «St. Clement d’Ohrid» de Sofia, Θεσσαλονίκη 1994, 64 (αρ. 249).
[16] Κωστούλα, ό.π. [σημ. 4], 89–90.
[17] Κεραμεύς, ό.π. [σημ. 14].
[18] Ο Μορεζήνος προηγήθηκε του Λάνδου με το έργο του, που παρέμεινε όμως μόνο σε χειρόγραφη μορφή. Βλ. Κωστούλα, ό.π. [σημ. 4], 120. Μορεζήνος, ό.π. [σημ. 10], λδ΄.
[19] H. Eideneier, «Αγάπιος Λάνδος ο Κρης και ο δημώδης πεζός λόγος του 17ου αιώνα», στο Πεπραγμένα Η΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου. Ηράκλειο, 9–14 Σεπτεμβρίου 1996, τ. Β1: Βυζαντινή και Μεσαιωνική Περίοδος, Ηράκλειο 2000, 225–232, εδώ: 230–231.
[20] Για το μεταφραστικό έργο του Λάνδου, βλ. Α. Σφοίνη, Ξένοι συγγραφείς μεταφρασμένοι ελληνικά. 15ος–17ος αιώνας, Αθήνα 2003, 89–93.
[21] Μαρτυρείται η χρήση του στη Φλαγγίνειο Σχολή Βενετίας (βλ. Κωστούλα, ό.π. [σημ. 4], 79–80).