Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης σε άρθρο του στο Βήμα, στις 24 Μαΐου 2018, γράφει μεταξύ άλλων για τη μετάφραση του ομότιμου καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας του ΑΠΘ Θεόδωρου Παπαγγελή: «Προφανώς κάθε μετάφραση της Αινειάδας, ή οποιουδήποτε έργου της κλασικής γραμματείας, έχει κάτι να προσφέρει. Όμως ο επαρκής αναγνώστης που θα θελήσει να μελετήσει την παρούσα μετάφραση, αντιβάλλοντάς την προς όσες έχουν ήδη εκπονηθεί στη γλώσσα μας, θα αντιληφθεί τη διαφορά: Πέρα από τη μεταφραστική τιμή και αξιοπιστία της, έχουμε ένα αυτόνομο ποιητικό κείμενο, που δεν μπορεί παρά να εγγραφεί (όπως και άλλες μεταφράσεις) στη νεοελληνική ποιητική παραγωγή. Με δυο λόγια: Η μετάφραση του Θ. Παπαγγελή συνιστά ένα νεοελληνικό ποιητικό κείμενο — άρα έτσι πρέπει να αναγνωσθεί και να κριθεί».
Στη βιβλιοκρισία του στην εφημερίδα Τα Νέα, στις 28 Ιουνίου 2018, ο Γιώργος Κεντρωτής γράφει: «Η σημαντικότερη συνεισφορά του Παπαγγελή είναι η ποιητική ποικιλία του λόγου που κομίζει, προκειμένου να αρθρώσει σε όλη την γκάμα της νεοελληνικής τα σημαίνοντα του λατινικού ποιήματος. Όντας καλός μαθητής του Σολωμού και έχοντας χωνέψει τη διδασκαλία του Διαλόγου του, καλεί στο προσκήνιο όλες τις γενεές των έργων που σημειώθηκαν από την Ελληνίδα φωνή και τις επαναρθρώνει στο αλωνάκι του νεοελληνικού λόγου. Διαβάζουμε τις γραμμές του μεταφράσματός του και ακούμε ανάμεικτους με τη σύγχρονη καθομιλούμενη νεοελληνική ήχους και απόηχους δημοτικών τραγουδιών, βιβλικών στερεοτύπων και εκκλησιαστικών χρήσεων, καθώς και αντίλαλους των λυρικών κατορθωμάτων των σκαπανέων της ποίησής μας, αλλά και της ομηρικής ποίησης όπως έχει κατά εποχές μεταφραστεί, μαζί με πλήθος μέγα σχημάτων λόγου και διανοίας που ξεθάβονται (επιτέλους!) από τα ρητορικά εγχειρίδια και από τις ουδέποτε διδαχθείσες σελίδες του Αχιλλέως Τζαρτζάνου».
Ο Μιχαήλ Πασχάλης, ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, αναφέρει σε άρθρο του στα Νέα, στις 8 Σεπτεμβρίου 2018: «Η μετάφραση της Αινειάδας διά χειρός Θεόδωρου Παπαγγελή είναι μακράν η καλύτερη νεοελληνική μετάφραση του ρωμαϊκού έπους. […] διαθέτει ποιητικότητα και ρυθμό, η γλώσσα του είναι σύγχρονη (όχι παλαιομοδίτικη δημοτική) και συνάμα πλούσια σε λογοτεχνικές αναγωγές. […] Πέρα από τις όποιες επισημάνσεις, η μετάφραση πετυχαίνει τον ιδανικό συνδυασμό της κατά το δυνατόν μεγαλύτερης ακρίβειας και αξιοπιστίας με την ποιητικότητα και τον ρυθμό. Ο μέσος αναγνώστης θα εκτιμήσει τα δύο τελευταία στοιχεία, ο ειδικός θα αναγνωρίσει τα δύο πρώτα».
Σε παρουσίαση του βιβλίου στην εφημερίδα Lifo, στις 18 Μαΐου 2018, αναφέρεται χαρακτηριστικά για τον μεταφραστή και το πόνημά του: «Έργο ζωής ενός βαθύ γνώστη της λατινικής λογοτεχνίας, η μετάφραση αυτή συνιστά την πρώτη ουσιαστική και φιλολογικά έγκυρη προσπάθεια να μεταφερθεί αυτό το θεμελιώδες έργο της κλασικής γραμματείας σε μια γλώσσα χυμώδη και ποιητική, συνάμα όμως καταληπτή και θελκτική για τον σύγχρονο αναγνώστη».
Στο περιοδικό Ο Αναγνώστης, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, βιβλιοκριτικός, γράφει για το βιβλίο και τη μετάφρασή του: «Διάβασα το βιβλίο του Stephen Greenblatt Παρέγκλισις. Ο Λουκρήτιος και οι απαρχές της νεωτερικότητας με σοβαρή καθυστέρηση και μάλλον σε ακατάλληλο χρόνο: κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών σ’ ένα μικρό νησί στη μέση του Αιγαίου. Είναι δυνατόν οι καλοκαιρινές διακοπές να προσφέρονται για την ανάγνωση τέτοιων βιβλίων; Μπορεί κανείς να το πιστέψει ή να το φανταστεί; Διαβεβαιώνω τον οποιονδήποτε ότι τίποτε δεν είναι απίθανο — αρκεί η φιλολογία να έχει αίφνης την ευχέρεια να κινηθεί σε μια μυθιστορηματική ατμόσφαιρα, η οποία ουδόλως υποβιβάζει το επίπεδο και τους προσανατολισμούς της έρευνας, πολλώ δε μάλλον αν παρέχεται η εγγύηση μιας στιβαρής μετάφρασης, όπως είναι η μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου, που καλύπτεται από την επιστημονική εποπτεία του Γεωργίου Α. Χριστοδούλου και έχει την εκδοτική υποστήριξη του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)».
Ο Δημήτρης Ι. Κυρτάτας, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αναφέρει σε κείμενό του στο The Books’ Journal: «Το βιβλίο (του Γκρήνμπλατ) δεν προσφέρει απλώς άγνωστες και συναρπαστικές πληροφορίες, αλλά και διαρκή αναγνωστική απόλαυση. Μάλιστα σε μια έξοχη μετάφραση, μια εξίσου άριστη επιστημονική εποπτεία και μια άρτια από όλες τις απόψεις εκδοτική επιμέλεια».
Σε άρθρο του στην εφημερίδα Τα Νέα, στις 27 Απριλίου 2018, ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, παρουσιάζοντας το έργο του Γκρήνμπλατ, αναφέρει χαρακτηριστικά για τη μετάφρασή του: «Και είναι αξιοσημείωτο πως η μετάφραση είναι προσεγμένη σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργείται η υποψία πως το ελληνικό κείμενο είναι ακριβέστερο από το πρωτότυπο, χάρη στις αποχρώσεις των εννοιών και των συμφραζομένων που χαρακτηρίζουν τη νεοελληνική γλώσσα».
Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης συγχαίρει τη μεταφράστρια σε σχετικό του άρθρο στο Βήμα, στις 9 Μαρτίου 2018: «Η ελληνική εκδοχή αυτού του γοητευτικού, πλην ιδιαιτέρως απαιτητικού βιβλίου είναι αντάξια του πρωτοτύπου. Συγχαρητήρια στη μεταφράστρια, στον επιστημονικό επόπτη και στο ΜΙΕΤ».
Ο Αναστάσης Βιστωνίτης, στην παρουσίαση του βιβλίου στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, στις 17 Ιανουαρίου 2021, αναφέρει για την έκδοση και τη μετάφραση: «η έκδοση της Μάγισσας του επιφανούς Γάλλου ιστορικού του 19ου αιώνα Ζιλ Μισλέ, μεγάλης μορφής της ιστοριογραφίας του ρομαντισμού, είναι ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός. Πέραν του ότι έχει μεταφραστεί θαυμάσια από την Έφη Κορομηλά, ας τονίσω ότι συνοδεύεται από την εξαιρετική εισαγωγή της Ανδρονίκης Διαλέτη, που αναλύει αυτό το έργο του Μισλέ, γνωστού παλαιότερα από την ογκώδη ιστορία του της Γαλλικής Επανάστασης, δυσεύρετη —και πανάκριβη— σήμερα».
Στο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας Τα Νέα, στις 6 Μαρτίου 2021, ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής σχολιάζει για τη μετάφραση: «Η ελληνική έκδοση χαρακτηρίζεται από θαυμαστή δεινότητα (Έφη Κορομηλά), λαβαίνοντας υπόψη την ορμή του λόγου του πρωτοτύπου, την εννοιολογική πολυπλοκότητα της γαλλικής γλώσσας του 19ου αιώνα, τις αναφορές σε εκδόσεις εκείνης της εποχής, δυσεύρετες πια και κατά επαγγελματική συνείδηση υπενθυμιζόμενες με υποσημειώσεις και επεξηγήσεις».
Η Ανθούλα Δανιήλ, σε άρθρο της στο περιοδικό Διάστιχο, στις 17 Φεβρουαρίου 2020, αναφέρει για τη μετάφραση των τριών έργων του Μολιέρου: «Η Χρύσα Προκοπάκη, με τις σημαντικές σπουδές της στην Ελλάδα και στο Πανεπιστήμιο Paris III, στο Παρίσι, με μεγάλη μεταφραστική θεατρική, και όχι μόνο, εμπειρία, επιμελήθηκε το κείμενο του Μολιέρου και το απέδωσε με κέφι, μπρίο και σημασία στα σημεία, σε χυμώδεις δεκαπεντασύλλαβους».
Σε άρθρο του στο πολιτιστικό ιστολόγιο Νότες Λογοτεχνίας, στις 9 Νοεμβρίου 2019, ο Θεοδόσιος Π. Βαφειάδης αναφέρει για τα τρία βιβλία του Μολιέρου: «Πραγματικό μεταφραστικό επίτευγμα, οι έμμετρες αποδόσεις των τριών αυτών σημαντικών μολιερικών έργων από τη Χρύσα Προκοπάκη είναι εξάλλου συνυφασμένες και με τρεις κορυφαίες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας του θεάτρου μας, καθώς ευτύχησαν να παρουσιαστούν από τον Λευτέρη Βογιατζή σε παραστάσεις που άφησαν, πραγματικά, εποχή». Για τη μετάφραση του Αμφιτρύωνα μάλιστα σχολιάζει: «Η μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη —ξαναδουλεμένη εκδοχή του κειμένου που παρουσίασε ο Λευτέρης Βογιατζής στο “κύκνειο άσμα” του στις 4 Αυγούστου 2012 στην Επίδαυρο— κατορθώνει να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες με την απαράμιλλη φυσικότητα και δεξιοτεχνία που χαρακτηρίζουν τα αδιαμφισβήτητα μεταφραστικά επιτεύγματα».
Στην παρουσίαση της έκδοσης του Μισανθρώπου στη στήλη «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας Τα Νέα, στις 15 Σεπτεμβρίου 2018, αναφέρεται: «Η έμμετρη μετάφραση του μολιερικού Μισανθρώπου, την οποία είχε “κεντήσει” η Χρύσα Προκοπάκη, περνούσε στην ιστορία της ελληνικής παραστασιογραφίας, ενώ θα ακολουθούσαν το Σχολείο των γυναικών και ο Αμφιτρύων. Ακριβώς αυτή την τριάδα μολιερικών μεταφράσεων εγκαινιάζει το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, έχοντας μόλις εκδώσει τον Μισάνθρωπο, με την ανάλογη τυπογραφική επιμέλεια στην οποία μας έχει συνηθίσει (σχεδιασμός Αντιγόνη Φιλιπποπούλου, σημειώσεις της μεταφράστριας). Μεταφράσεις συνυφασμένες με τρεις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης θεατρικής ιστορίας, καθώς ευτύχησαν να παρουσιαστούν από τον Λευτέρη Βογιατζή σε σημαντικές παραστάσεις».