«…Ακολουθώντας το θρησκευτικό και συγχρόνως πολιτικό πρόγραμμα της, η «χριστιανικότατη» Βενετία (christianissima Signoria) όφειλε να βοηθά και να προστατεύει τους ιερούς τόπους, σύμφωνα πάντα με όσα διακήρυτταν τα διοικητικά της όργανα, και πρωτίστως τη μονή Αγίας Αικατερίνης στο Όρος Σινά που διατηρούσε πλούσιο μετόχι στον Χάνδακα της βενετοκρατούμενης Κρήτης. Το ιουστινιάνειο μοναστήρι, «στολίδι και οφθαλμός της χριαστιανικής πίστης», όπως το αποκαλεί στα γράμματά του των ετών 1480 και το 1481 ο δόγης Giovanni Mocenigo, ήταν ο δεύτερος, μετά τον ναό στην Ιερουσαλήμ και τον Τάφο του Χριστού, σημαντικότερος ιερός τόπος και μνημείο της χριστιανοσύνης. Από θαύμα παρά από ανθρώπινη βούληση, σημειώνεται στα δουκικά έγγραφα, κτισμένη στα βάθη της Αραβίας και περιτριγυρισμένη από βάρβαρους και άπιστους λαούς, η μονή συνέχιζε αδιάλειπτα επί αιώνες τη θρησκευτική παράδοση. Αν η Βενετία, έγραφαν οι ανώτεροι βενετοί άρχοντες, σταματούσε να προσφέρει οικονομική βοήθεια στους μοναχούς, οι τελευταίοι θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν το παλαίφατο μοναστήρι τους, οπότε η Γαληνοτάτη θα ντροπιαζόταν στους δυτικούς ηγεμόνες και το όνομά της θα εξευτελιζόταν…»
Χρύσα Μαλτέζου
(από το βιβλίο)