Αν κάποτε με ρωτούσαν για την αγάπη, θάλεγα, έτσι χωρίς τίποτε άλλο να σκεφτώ, τη λέξη “θάλασσα”. Είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που παρουσιάζεται με χίλιες χιλιάδες πρόσωπα, που μένει κλεισμένο ερμητικά στον εαυτό του, που κρύβει το μυστήριο με ένα χάδι απαλό, που ο θάνατός του κάνει τη ζωή να ανθήσει…
Την ίδια λέξη θα έλεγα και σήμερα, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, σαν την καλύτερη εικόνα της αγάπης.
Μα ενώ η θάλασσα απέραντη απλώνεται δίπλα μας, η αγάπη ολοένα και πιο πολύ στην αφάνεια διολισθαίνει και χάνεται. Και βέβαια δεν εννοώ εδώ την αγάπη την πάνδημον, αλλά την άλλη, που μόνον αμυδρά απεικάσματά της σε τούτον τον κόσμο μπορούμε εξαίφνης να ζήσουμε. Αυτήν την άλλην αγάπη, που ο λόγος ο πλατωνικός την ονόμασε “ουράνιον”, νιώθουμε πως χρειαζόμαστε, όσο περνούνε τα χρόνια, σαν το αστεράκι που ο οδοιπόρος της νύχτας θέλει από τα μάτια του ποτέ να μη χάνει. Και νιώθουμε ακόμα πως το φθάσιμο σε τούτην την αγάπη από εκείνον τον δρόμο γίνεται που ο ποιητής ακολουθεί για νάβρει της ψυχής του το δάκρυ το τετράφυλλο.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλοί τον έρωτα και τον θάνατο τον είδαν σαν ένα και το ίδιο πράγμα. Το απόλυτο σβήσιμο του εγώ μέσα στον Άλλον και το απόλυτο σβήσιμο της ύπαρξης μέσα στο άλλο, με τη συνακόλουθη φυσική και μεταφυσική “αναβίωση” τόσο του “εγώ” όσο και της “ύπαρξης”, είναι στοιχεία σύμφυτα στη φύση και του έρωτος και του θανάτου.
Και, επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλοί τον έρωτα και τον θάνατο τα είδαν σαν μια κάποιας λογής “αναχώρηση”. Στην πρώτη περίπτωση, η “αναχώρηση” παίρνει τη μορφή ενός πετάγματος από την περιοχή της τύρβης και της τριβής στην περιοχή του ονείρου της ανέκπτωτης ομορφιάς. Στη δεύτερη περίπτωση, η “αναχώρηση” παίρνει τη μορφή του “πάσχα” – της “διόδευσης”, δηλαδή, από τον κοινό σταυρικό θάνατο στην υπερβαίνουσα κάθε νου ζωή.
Τις ημέρες αυτές ένιωσα τη λογικά ανεξήγητη επιθυμία να μιλήσω γι’ αυτά τα πράγματα στη Σοφία και στον Χαραλάμπη. Είναι, όμως, παιδιά -σκέφτηκα- και είναι νωρίς, ίσως, για να καταλάβουν. Γι’ αυτό λοιπόν -σκέφτηκα πάλι- καλό θα είναι να γράψω λίγα έστω από εκείνα που ήθελα να τους πω, έτσι, σα να έγραφα ένα γράμμα, που ίσως φθάσει στα χέρια τους κάποτε.
(απόσπασμα από το βιβλίο)